Ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τη συνολική κατάσταση της υγείας των γυναικών είναι το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών το οποίο οι ερευνητές συσχετίζουν με πολλές παθήσεις και προβλήματα που δυσχαιρένουν την καθημερινότητα των γυναικών
Το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (ΣΠΟ) προκαλεί υπογονιμότητα, ολιγομηνόροια και αρρενοποιητικά προβλήματα όπως τριχοφυΐα και ακμή. Παρότι συσχετίζεται με την παχυσαρκία απαντάται και σε γυναίκες με φυσιολογικό σωματικό βάρος.
Υπολογίζεται ότι περίπου 4-5% των γυναικών πάσχουν από Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με τις πολυκυστικές ωοθήκες. Οι τελευταίες αποτελούν ένα υπερηχογραφικό εύρημα κατά την γυναικολογική εξέταση ρουτίνας – υπολογίζεται πως 20% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας έχουν πολυκυστικές ωοθήκες, αλλά λιγότερες από τις μισές έχουν Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών.
Η ημικρανία, η υπέρταση,η τενοντίτιδα, η οστεοαρθρίτιδα και η ενδομητρίωση είναι μόλις μερικές από τις παθήσεις που δυσχαιρένουν την καθημερινότητα των γυναικών με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΟ). Σύμφωνα μάλιστα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Acta Obstetricia et Gynecologica Scandinavica, οι γυναίκες με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών λάμβαναν συχνότερα φάρμακα και παρουσίαζαν γενικά μεγαλύτερη επιδείνωση στην κατάσταση της υγείας τους.
Η μελέτη συμπεριέλαβε 246 γυναίκες με συμπτώματα των πολυκυστικών ωοθηκών ή με διαγνωσμένο ΣΠΟ και σύγκρινε τα αποτελέσματα με 1.573 γυναίκες, που αποτελούσαν την ομάδα ελέγχου, σε ηλικία 46 ετών.
«Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών συχνά χαρακτηρίζεται ως αναπαραγωγικό πρόβλημα. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίζεται ικανοποιητικά με θεραπείες γονιμότητας. Η μελέτη μας υπογραμμίζει την ανάγκη οι επαγγελματίες υγείας να αναγνωρίσουν τον κίνδυνο των διάφορων συνοδών νοσημάτων, που επιβαρύνουν την υγεία των γυναικών», σημειώνει η επικεφαλής συγγραφέας και καθηγήτρια Terhi T. Piltonen από το Πανεπιστήμιο του Oulu, στη Φινλανδία. «Οι γυναίκες θα πρέπει επίσης να είναι ενήμερες γι’ αυτό τον κίνδυνο και θα πρέπει να υποστηρίζονται με έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία», κατέληξε.